- φιλαλλογενής
- -ές, Ααυτός που αγαπά τους αλλογενείς, τους ξένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἀλλογενής «αλλόφυλος, ξένος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek